Προστατευόμενο το Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης
του Θοδωρή Καραουλάνη
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τον Σεπτέμβριο του 2017 την αίτηση καταχώρισης του ελληνικού προϊόντος «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» (Pefkothymaromelo Kritis) στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Κομισιόν, πρόκειται για μείγμα φυσικού μελιού από θυμάρι και πεύκο που παράγεται στην Κρήτη. Χάρη στην αφθονία αρωματικών φυτών όπως το θυμάρι, το εν λόγω ελληνικό νησί παρουσιάζει μια από τις υψηλότερες πυκνότητες μελισσιών στον κόσμο, με 33 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Η νέα ονομασία, είναι η 105η της Ελλάδος (εκκρεμούν και τρεις ακόμη αιτήσεις), και θα προστεθεί στα περισσότερα από 1400 προϊόντα που προστατεύονται ήδη και τα οποία περιλαμβάνονται στην βάση δεδομένων DOOR.
Η καταχώριση έχει γίνει στην Κλάση 1.4 που αφορά «Λοιπά προϊόντα ζωικής προέλευσης (αυγά, μέλι, διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα πλην βουτύρου κλπ)» και η προστασία αφορά το προϊόν που παράγεται αποκλειστικά στην Κρήτη, σύμφωνα με την απόφαση, δηλαδή στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνης και Χανίων.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ποιότητα και η ιχνηλασιμότητα του προϊόντος, οποιοσδήποτε μελισσοκόμος ή επιχείρηση που μεταπωλεί το προϊόν, οφείλει να χρησιμοποιεί σήμα (λογότυπο) το οποίο απεικονίζει την νήσο Κρήτη, την διπλή μέλισσα των Μαλίων και την ένδειξη «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» ΠΟΠ (σχήμα 1). Το σήμα θα παραχωρείται από τους υπογράφοντες την αίτηση φορείς των μελισσοκόμων. Επιπρόσθετα θα δίνεται στους παραγωγούς κωδικός αριθμός ο οποίος θα χαρακτηρίζει κάθε παρτίδα παραγωγής μελιού, το τόπο παραγωγής και τον αύξοντα αριθμό μητρώου του μελισσοκόμου. Η ετικέτα θα φέρει το διακριτό σήμα, τον κωδικό αριθμό και όλες τις υποχρεωτικές ενδείξεις. Οι φορείς των μελισσοκόμων ενημερώνουν τον οργανισμό ελέγχου για τους λεπτομερείς κανόνες διανομής των ετικετών. Οι κανόνες αυτοί ωστόσο δεν επιτρέπεται να επιφέρουν διακριτική μεταχείριση έναντι των παραγωγών που παράγουν «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» σύμφωνα με τις προδιαγραφές αλλά δεν είναι μέλη των φορέων.
Το «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» αποτελεί φυσική ανάμιξη θυμαρίσιου μελιού με πευκόμελο, παράγεται στη Κρήτη και προκύπτει από την ιδιαίτερη διαχείριση των μελισσιών ή και τη συνύπαρξη όψιμα ανθισμένων θυμαριών με τις μελιτοεκκρίσεις που προέρχονται από το έντομο Marchalina hellenica L το οποίο παρασιτεί κυρίως στην τραχεία (Pinus brutia Ten) και χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis Mill).
Όσον αφορά τα φυσικοχημικά του χαρακτηριστικά: Η αγωγιμότητά είναι ≥ 0,600 mS/cm, το άθροισμα γλυκόζης και φρουκτόζης ≥50 %, το ποσοστό σακχαρόζης ≤3 %, η σχετική υγρασία ≤17 %, η δράση του ενζύμου διαστάση ≥8 DN, η υδροξυ-μεθυλοφουρφουράλη (HMF) ≤ 25 mg/Kg, η ελεύθερη οξύτητα 20-50 meq/Kg, οι μη υδατοδιαλυτές ουσίες ≤0,1g/100g. Το χρώμα του παρουσιάζει σταθερότητα και κυμαίνεται από 70 έως 130 mm της κλίμακας Pfund. Δεν περιέχει ανιχνεύσιμες συγκεντρώσεις υπολειμμάτων ακαρεοκτόνων και φυτοπροστατευτικών ουσιών με όριο αναλυτικού προσδιορισμού 10 μg/kg.
Όσον αφορά τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Το «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης», σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του, κατατάσσεται στην ομάδα των μελιών μελιτωμάτων (Δασόμελα) παρουσιάζει όμως την ιδιοτυπία να εμφανίζει στο ίζημά του και γυρεόκοκκους από αριθμό νεκταρογόνων φυτών που ποικίλει και μπορεί να φτάσει ως και τα 20 διαφορετικά είδη σε κάθε δείγμα μελιού. Το κύριο και καθοριστικό είδος είναι το θυμάρι Coridothymus capitatus (L.) το οποίο απαντάται σε όλα τα δείγματα σε ποσοστό ≥ 10 % επί του συνόλου των γυρεοκόκκων νεκταροδοτικών ειδών. Ο λόγος στοιχεία μελιτώματος / σύνολο γυρεοκόκκων (HDE/P) κυμαίνεται από 0,5 έως και 6,5. Tα HDE αποτελούνται από σπόρια των Cladosporium και Fumago και πιο σπάνια των Altenaria και Stemphylium. Στα στοιχεία μελιτώματος δεν παρατηρούνται τα χαρακτηριστικά σπόρια με τα οξύληκτα άκρα του γένους Coleosporium τα οποία εμφανίζονται σ’ άλλα μέλια που έχουν ανάμιξη με κάποια ποσότητα πευκόμελου.
Όσον αφορά τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά: Διακρίνεται από χαρακτηριστικό άρωμα το οποίο οφείλεται κυρίως σε αρωματικές ουσίες οι οποίες προέρχονται από το θυμαρίσιο μέλι. Η γεύση του είναι ήπια λόγω της παρουσίας του πευκόμελου, διαρκής και έχει μέτρια διαύγεια και γλυκύτητα. Στο άρωμα του διακρίνονται τόνοι λουλουδιών, ασθενές άρωμα ξύλου και ρητίνης. Η οσμή του είναι μέτριας έντασης με ελαφρά αίσθηση φρούτων και κεριού, παραμένει ρευστό τουλάχιστο για 12 μήνες από την ημέρα τρύγου.
Σύμφωνα με την απόφαση, το «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» πρέπει να παράγεται με συγκεκριμένο τρόπο για να φέρει αυτή την ονομασία. Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση, όσον αφορά τις ζωοτροφές και τις πρώτες ύλες, η χορήγηση τροφής στις μέλισσες πραγματοποιείται μόνο για λόγους επιβίωσης των μελισσιών και σταματά τουλάχιστο ένα μήνα πριν την ανθοφορία ή τη μελιτοέκκριση. Οι μελισσοκόμοι τροφοδοτούν τα μελίσσια με σιρόπι ζάχαρης από ζαχαρότευτλα, ζαχαροζύμαρο και πρωτεϊνικές τροφές (γυρεόπιτες), όταν δεν υπάρχει στη φύση διαθέσιμη τροφή (νέκταρ, γύρη). Οι μελισσοτροφές πιθανό να προέρχονται και από περιοχές εκτός της γεωγραφικής περιοχής από την οποία λαμβάνεται το μέλι. Σε κάθε περίπτωση τα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του μελιού δεν επηρεάζονται από την τροφοδότηση των μελισσιών.
Επίσης, όλα τα στάδια της παραγωγής πρέπει να εκτελούνται μόνο εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής. Προς διασφάλιση της ποιότητας και της μοναδικότητας του προϊόντος τα μελίσσια μεταφέρονται στα πευκοδάση μετά τα θυμάρια ή σε περιοχές που το όψιμο θυμάρι συνανθεί με τις μελιτοεκκρίσεις του πεύκου. Οι κηρήθρες τρυγιούνται με το λιγότερο δυνατό κάπνισμα των μελισσών και όταν τουλάχιστον τα 3/4 των κελιών είναι σφραγισμένα. Το μέλι εξάγεται με μελιτοεξαγωγέα, η διαύγαση γίνεται σε δεξαμενές καθίζησης και δεν θερμαίνεται σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 45ο C. Η πρόληψη και η θεραπεία των ασθενειών γίνεται με μέτρα υγιεινής και αν χρειαστεί με χρήση φιλικών και εγκεκριμένων ουσιών.
Η συσκευασία πραγματοποιείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής της Κρήτης. Η απαίτηση αυτή επιβάλλεται προκειμένου να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση και ο έλεγχος της προέλευσης του μελιού, η μείωση του κινδύνου ανάμιξης του μελιού με άλλα μέλια η καταχρηστική χρήση της ονομασίας του κατά την πώληση μελιών διαφορετικής προέλευσης και η εφαρμογή των ειδικών κανόνων που προβλέπει η απόφαση και η νομοθεσία. Επιπρόσθετα η απαίτηση αποσκοπεί στην αποφυγή του κινδύνου μεταβολής των φυσικοχημικών (HMF, ένζυμο διάσταση) και οργανοληπτικών ιδιοτήτων του μελιού λόγω της έκθεσής του σε υψηλές θερμοκρασίες, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά την θαλάσσια μεταφορά του από το νησί της Κρήτης.
Που οφείλεται η μοναδικότητα του προϊόντος, όμως; Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι τεράστιες μορφολογικές αντιθέσεις της Κρήτης σε συνδυασμό με το ιδιόμορφο κλίμα της (διασχίζεται από την κλιματική ζώνη της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής) και την απομονωμένη γεωγραφική θέση, έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαφορετικών φυτικών ειδών που σύμφωνα με τις πρόσφατες καταγραφές κυμαίνονται στα 1 800 φυτικά είδη από τα οποία τα 180 είναι ενδημικά. Η αφθονία μελισσοκομικών φυτών συνέτεινε στην μεγάλη αύξηση των μελισσών με αποτέλεσμα σήμερα το νησί να έχει μια από τις υψηλότερες πυκνότητες μελισσιών στον κόσμο με 33 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ανάμεσα στην πληθώρα αυτή των φυτών υπάρχουν και αρκετά αρωματικά τα οποία ανθίζουν τον Ιούνιο-Ιούλιο και σε μερικές περιοχές επεκτείνουν την ανθοφορία τους μέχρι τον Αύγουστο. Κυρίαρχο αρωματικό φυτό είναι το θυμάρι του είδους Coridothymus capitatus. Την περίοδο αυτή, λόγω του ξηροθερμικού κλίματος, οι βροχοπτώσεις είναι περιορισμένες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το νέκταρ να είναι λιγοστό και το παραγόμενο μέλι να είναι πυκνό και έντονα αρωματικό. Η παράλληλη παρουσία μελιτωδών εκκρίσεων από το έντομο Marchallina hellenica προσφέρει ξεχωριστή ευκαιρία στους μελισσοκόμους να παράγουν μέσα από τη φυσική ανάμιξη των δύο κατηγοριών μελιού (θυμάρι –πεύκο) ένα ξεχωριστό προϊόν με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά. Το μελιτογόνο έντομο της πεύκης παρασιτεί στην τραχεία (Pinus brutia Ten.) και την χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis Mill.) και εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα και Τουρκία.
Επίσης, οι μελισσοκόμοι, γνωρίζοντας τη συμπεριφορά της μέλισσας και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στο νησί τους φθινοπωρινούς μήνες, εφαρμόζουν τον εξής ξεχωριστό τρόπο εκμετάλλευσης: Κατά την εκμετάλλευση του θυμαριού, αφήνουν ανεξέλεγκτη την επέκταση του γόνου πάνω από τον οποίο οι μέλισσες θα αποθηκεύσουν μέλι σε στεφάνια. Στην φάση αυτή εφαρμόζουν επιλεκτικό τρύγο αφαιρώντας μόνο τις κηρήθρες εκείνες που έχουν καθαρά σφραγισμένο μέλι θυμαριού. Στην μελιτοέκκριση του πεύκου ο γόνος συρρικνώνεται λόγω απουσίας γύρης και φυσικού ενστίκτου των μελισσών. Οι μελισσοκόμοι δεν επεμβαίνουν και αφήνουν το γόνο να περιοριστεί ώστε στη θέση του οι μέλισσες να τοποθετήσουν μέλι. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει γιατί οι θερμοκρασίες στο νησί τους φθινοπωρινούς μήνες είναι ακόμα υψηλές και επιτρέπουν στις μέλισσες να συλλέξουν νέκταρ από φθινοπωρινές ανθοφορίες όπως είναι η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), ο κισσός (Hedera helix), το αγριοσπάραγο (Αsparagus officinalis), η σκυλοκρεμμύδα (Urginea maritima) κ.ά. και να ανανεώσουν τον πληθυσμό τους. Χωρίς την φθινοπωρινή αυτή ανανέωση του πληθυσμού οι μέλισσες τους χειμωνιάτικους μήνες είναι καταδικασμένες. Η διαφορετική αυτή μέθοδος εκμετάλλευση των μελισσών από τους Κρήτες μελισσοκόμους στηρίζεται στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες του νησιού, την παρουσία ανθοφοριών που δίνουν άφθονη γύρη και νέκταρ στις μέλισσες και στη συμπεριφορά των μελισσών. «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» προκύπτει επίσης από τη φυσική συνύπαρξη όψιμα ανθισμένων θυμαριών με τις μελιτοεκκρίσεις του πεύκου φαινόμενο σύνηθες στη Κρήτη.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το νησί της Κρήτης από τα πανάρχαια χρόνια ήταν σκεπασμένο με αρωματικά φυτά και θυμάρια και oι μελιτώδεις εκκρίσεις από τον παρασιτισμό της πεύκης από το έντομο Marchalina hellenica L. ήταν γνωστές τουλάχιστο από τον 18ο αιώνα (Gennadius, 1883). Οι μελιτοεκκρίσεις πεύκου από το έντομο Μarchalina hellenica L. ακολουθούν την νεκταροέκκριση του θυμαριού ή σε μερικές περιοχές συμπίπτουν με αποτέλεσμα την φυσική ανάμιξη θυμαρόμελου και πευκόμελου σε ένα μοναδικό προϊόν, το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με την περιοχή προέλευσής του Η αγωγιμότητα, το άθροισμα γλυκόζης και φρουκτόζης, η ήπια γεύση και η βραδύτητα στην κρυστάλλωση οφείλονται στις μελιτώδεις εκκρίσεις του πεύκου οι δε αρωματικές ουσίες και η συγκέντρωση γυρεοκόκκων θυμαριού οφείλονται στην παρουσία ποικίλης ανθοφορίας αρωματικών γηγενών και ενδημικών φυτών, τα οποία κάτω από τις ξηροθερμικές συνθήκες του νησιού εκκρίνουν λιγοστό αλλά πυκνό και αρωματικό νέκταρ. Αποτέλεσμα της ανάμιξης αυτής είναι το παραγόμενο μέλι γνωστό ως «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης» να είναι πυκνό, δηλαδή να έχει χαμηλή ποσότητα υγρασίας, να είναι αρωματικό, να χαρακτηρίζεται από συνδυασμό μεγάλου αριθμού γυρεοκόκων της κρητικής χλωρίδας και να εμφανίζει τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν.
Οι μελισσοκόμοι με την ιδιαίτερη τεχνική που ανάπτυξαν εκμεταλλεύτηκαν τον συνδυασμό των εδαφο-κλιματολογικών συνθηκών, την ιδιαίτερη βλάστηση, την παρουσία μελιτωδών εκκρίσεων πεύκης και την ενστικτώδη συμπεριφορά των μελισσών για να παράγουν το «Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης». Η τεχνική αυτή στηρίχθηκε σε γνώσεις που αναπτύχθηκε από γενεά σε γενεά ως υποχρεωτική προσαρμογή στις ιδιόμορφες συνθήκες εξάσκησης της μελισσοκομίας που δημιουργήθηκαν από το περιβάλλον, την συμπεριφορά των μελισσών και τις κλιματολογικές συνθήκες. Παράλληλα με προσεκτική εφαρμογή ορθών μελισσοκομικών χειρισμών το τελικό προϊόν διακρίνεται και για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του όπως τεκμηριώνεται από το δείκτη HMF, τη σακχαρόζη και την απουσία υπολείμματα ακαρεοκτόνων και φυτοπροστατευτικών ουσιών.
Η εξέλιξη με τη νέα αυτή απόφαση της Κομισιόν στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δίνει ένα ακόμη ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους τοπικούς παραγωγούς μελιού στην Κρήτη, κυρίως όσον αφορά τη διεύρυνση των εξαγωγών και τη γνωριμία με νέες αγορές.